- μούλικος
- -η, -ο [μούλος]νόθος, μπάσταρδος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουλικός — μουλικός, ή, όν (Μ) [μούλη] όμοιος με ημίονο … Dictionary of Greek
μούλικος — η, ο νόθος, μπάσταρδος: Την παράτησε με ένα μούλικο στην κοιλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μούλος, -α, -ικο — (λ. λατ.), νόθος, μπάσταρδος, μούλικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)